Μια απ’ τις ιστορίες του βιβλίου O άντρας μου της Rumena Bužarovska των εκδόσεων Gutenberg.
Αν και γυναικολόγος, ο άντρας μου προσπαθεί να παρουσιάσει τον εαυτό του ως καλλιτέχνη, και αυτό είναι ένα μόνο από τα πράγματα που με εκνευρίζουν πάνω του. Στην πραγματικότητα δεν θυμάμαι καν πώς άρχισαν να με εκνευρίζουν τα περισσότερα πράγματα που έκανε και έλεγε, αυτό όμως μπορώ να το ξεχωρίσω ως ένα από τα πιο κύρια. Για παράδειγμα, λέει στους καλεσμένους μας πως «ασχολείται με την τέχνη», αλλά ότι δεν είναι «καλλιτέχνης» με την αληθινή σημασία του όρου, παριστάνοντας με αυτό τον τρόπο τον σεμνό. Έχουμε πολύ συχνά καλεσμένους σπίτι μας. Σε ό,τι άφορά έμενα, αυτό δεν το πολυθέλω, επειδή περιλαμβάνει μαγείρεμα και καθάρισμα πριν και μετά τον ερχομό τους. Ο σύζυγός μου επιμένει να είναι άφθονο το φαγητό, προσπαθώντας να δείξει πόσο καλή οικογένεια είμαστε κατά βάθος. Όπως είναι φυσικό, στη διάρκεια αυτών των μεγάλων δείπνων που λαμβάνουν χώρα στο σαλόνι μας, στο χαμηλό τραπεζάκι που βρίσκεται ανάμεσα στον τριθέσιο καναπέ, τον διθέσιο καναπέ και την πολυθρόνα, όπου μπορούν να βολευτούν άλλοι τέσσερις εκτός από εμάς, είμαι εγώ που πρέπει να εξυπηρετώ τους καλεσμένους και να βρίσκομαι κυρίως στην κουζίνα. Όταν βγαίνω για να καθίσω λίγο μαζί τους να κουβεντιάσω, είμαι αναγκασμένη να κάθομαι σε ένα σκαμπό για το οποίο λέω πάντα ψέματα πως είναι βολικό. Στο μεταξύ αυτός συζητάει με τους καλεσμένους, μιλώντας τους κυρίως για τον ίδιο. Επειδή είναι απρεπές να γίνεται συζήτηση για μουνάκια, τα οποία είναι η βάση όλων όσων γνωρίζει, τους μιλάει για την «τέχνη» του, που δεν είναι παρά οι ελαιογραφίες του σε καμβά που δουλεύει σε ένα από τα δωμάτια του διαμερίσματος, στο «ατελιέ» του, γεγονός το οποίο αναγκάζει τα δυο μας παιδιά, που τσακώνονται συνέχεια, να μοιράζονται ένα δωμάτιο.
Τα χρώματα είναι θολά, θαμπά, καταθλιπτικά. Κάθε φορά που του βγαίνει κάτι λάθος, περνάει από πάνω άλλη μια στρώση μπογιάς. Έτσι οι πίνακές του μοιάζουν με μεγάλους εμετούς – με χορταστικά, μασημένα γεύματα που επέστρεψαν εκεί απ’ όπου ήρθαν. Πιστεύει ότι οι πίνακές του είναι «αφηρημένοι» και πως «εκφράζουν καταστάσεις συναισθηματικής εγρήγορσης και ανάτασης», ενώ στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν αυτό που ξέρει καλύτερα από καθετί: τα μουνιά, μέσα κι έξω. Υποθέτω ότι αυτό το παρατηρούν και άλλοι άνθρωποι, τουλάχιστον οι πιο νοήμονες. Είμαι σίγουρη πως τον φωνάζουν «ο γυναικολόγος που ζωγραφίζει μουνιά», κρυφογελώντας πίσω από την πλάτη του. Αλλά το αξίζει απόλυτα, οπότε δεν στενοχωριέμαι, ελπίζω να τον κοροϊδεύουν κι ας είναι και στα κρυφά. Υπάρχουν όμως και κάποιοι τύποι ανάμεσα στους καλεσμένους μας που δεν το κάνουν αυτό, παρά τον κολακεύουν. «Είστε πραγματικός καλλιτέχνης», του λένε, κοιτάζοντας τους πίνακες σαν να έχουν μπροστά τους καμιά ελαιογραφία του Ντα Βίντσι. Και τότε εκείνος ξεφουρνίζει τη γνωστή του ατάκα: «Όχι, εγώ απλώς ασχολούμαι με την τέχνη», συμπληρώνοντας, πάλι με ψεύτικη σεμνότητα, «εγώ δεν είμαι παρά ένας γιατρουδάκος», γνωρίζοντας πολύ καλά το στάτους αυτού του επαγγέλματος.
Το δεύτερο θέμα στη διάρκεια αυτών των βραδιών είναι οι ασθενείς του και τα προβλήματα υγείας τους. Ο άντρας μου, αξίζει να το αναφέρουμε αυτό, έχει χάσει φίλους που δεν έχουν σχέση με το επάγγελμά του. Όλοι οι φίλοι του είναι επίσης γιατροί που είχε γνωρίσει στο πανεπιστήμιο, ενώ οι γυναίκες τους είναι ασθενείς του. Μεταξύ τους έχουν σχηματίσει κάτι σαν «αδελφότητα». Οι αδελφότητες των αντρών μού φαίνονται πολύ γελοίες από τη σημερινή σκοπιά. Τότε που ήμουν νέα, όταν γνωριστήκαμε με τον άντρα μου, το έβρισκα συμπαθητικό να έχει μια τόσο πιστή παρέα αντρών. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν μεταξύ τους. Δεν καταλάβαινα πως μιλούσαν για εμάς, τις γυναίκες τους. Πιστεύω ότι ο άντρας μου είναι ο χειρότερος απ᾽ όλους τους, κυρίως επειδή είναι γυναικολόγος, οπότε χρησιμοποιεί το κύρος του για να μάθει όλα τα μυστικά της προσωπικής ζωής των γυναικών. Δυστυχώς, υποπτεύομαι ένα πολύ τρομακτικό και κακό πράγμα, που φοβάμαι να το ξεστομίσω, ότι δηλαδή οι φίλοι του επίτηδες φέρνουν τις γυναίκες τους στον άντρα μου, για να τις ελέγχουν. Αν, για παράδειγμα, έχουν οι ίδιοι κάποια σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσο, ο άντρας μου μπορεί να το κρύψει. Αν «φταίνε» οι ίδιες οι γυναίκες, μπορεί να το πει στους άντρες τους, πριν το κάνουν ή δεν το κάνουν οι ίδιες οι σύζυγοί τους. Αυτή είναι απλώς μια θεωρία μου για την οποία αμφιβάλλω, καθώς η συγκεκριμένη αντρική συμμορία ισχυρίζεται πως η αδελφότητά τους είναι «πάνω απ᾽όλα» και πως θα έκαναν τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Μερικές φορές σκέφτομαι πως είναι γκέι. Πως αν δεν ήμασταν εμείς και αν δεν είχαν κοινωνικούς περιορισμούς, θα παρατάσσονταν ο ένας πίσω από τον άλλο και θα το έκαναν. Έτσι τους φαντάζομαι μερικές φορές, όταν με νευριάζουν – κολλημένους τον έναν πίσω από τον άλλον σαν σαρδέλες, σαν βαγόνια ενός τρένου, να κινούνται όλοι σε ένα ρυθμό. Μόνο ο πρώτος δεν έχει τι να το κάνει και το κρατάει στο χέρι του, απογοητευμένος. Ωστόσο, αλλάζουν θέσεις, για να μην υπάρχει κανένα κενό στην αδελφότητά τους. Στις φαντασιώσεις μου, εμείς οι γυναίκες τους καθόμαστε στην άκρη και τους παρακολουθούμε. Έτσι κάνουμε και στην πραγματικότητα, άλλωστε. Αυτοί συζητάνε κι εμείς τους κοιτάμε ή πότε πότε ανταλλάσσουμε καμιά συνταγή μεταξύ μας, όταν βαριόμαστε τα κουβεντολόγια τους. Μερικές φορές οι γυναίκες τους προλαβαίνουν να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες με τον άντρα μου, στο διάδρομο, ως συμπληρωματικές συμβουλές για την υγεία τους. «Πάρε μια δόση μπεταντίν», θα ακούσω, ή «Μπορεί να φταίει η διατροφή, δεν ξέρω για ποιον λόγο εμφανίζεται όλη την ώρα». «Μην κάνεις δίαιτες». «Μα τρέφομαι πολύ υγιεινά. Και επίσης έκοψα το κάπνισμα».
Γνωριστήκαμε στη γυναικολογική καρέκλα, όταν πήγα για εξέταση. Ήταν ιδιαίτερα καλός και τρυφερός, η προσέγγισή του με ξετρέλανε. Ήμουν πολύ πολύ νέα –αυτό πρέπει να το λάβουμε υπόψη–, οι άλλοι γυναικολόγοι που είχα αναζητήσει ήταν απότομοι, τραχείς και δυσάρεστοι. Όχι πως είχα κανένα πρόβλημα – κάθε άλλο. Πρώτα με κάθισε στο γραφείο του και άρχισε μια γοητευτική, ανθρώπινη κουβεντούλα. Είχε βάλει μια πολύ ευχάριστη κλασική μουσική, μου πρόσφερε τσάι φρούτων που είχε ετοιμάσει από πριν. Με το που χαλάρωσα λίγο, μου έδειξε πού να γδυθώ – ήταν ένα όμορφο μικρό καμαρίνι, με ωραίες άσπρες παντοφλίτσες στο πάτωμα, μια καινούργια κρεμάστρα για τα ρούχα με πολλά επίπεδα, μια ωραία λευκή ρόμπα που μπορούσα να φορέσω πριν ανεβώ στη γυναικολογική καρέκλα. Όταν ανέβηκα, αυτός μου είπε «λίγο πιο κάτω, ψυχούλα μου, άντε, λίγο πιο κάτω, ψυχή μου», και με χτύπησε ελαφρά στο μπούτι για να σπρώξω το σώμα μου λίγο πιο κάτω. Ύστερα άρχισε να μιλάει μαζί μου όση ώρα έβαζε το διαστολέα, λέγοντάς μου πόσο δυσάρεστο ήταν, αλλά πως αυτός θα ήταν προσεκτικός και πως προσπάθησε να τον ζεστάνει για να μη νιώσω άσχημα με τη διείσδυση. Ο τρόπος με τον οποίο άνοιξε τα χείλη του αιδοίου μου πριν βάλει το διαστολέα ζέστανε την ψυχή μου. Ύστερα κοίταξε μέσα, ενώ εγώ παρακολουθούσα την έκφραση του προσώπου του. Μου φάνηκε όμορφος, πολύ όμορφος, ωραιότατος. τα γαλάζια του μάτια κοιτούσαν μέσα μου με ένα βλέμμα σαν να έβλεπαν ηλιοβασίλεμα πάνω από μια γαλήνια λίμνη. Το πρόσωπό του έμοιαζε να έχει μαλακώσει. «Αχ, τελείωσε. Έχετε υπέροχη ανατομία», μου είπε, και το επανέλαβε και όταν έκανε το υπερηχογράφημα στις ωοθήκες μου. «Έχετε θαυμάσια μήτρα», μου είπε κάμποσες φορές. Πριν όμως φτάσουμε στον υπέρηχο έκανε κάτι που τώρα ξέρω πως το κάνει και σε άλλες γυναίκες – ίσως γι᾽ αυτό να είναι και τόσο δημοφιλής, πέρα από τις μαλακές παντόφλες, την ωραία κρεμάστρα, το τραγάκι και τη φιλική διάθεση. Με τα μακριά, απαλά του δάχτυλα μπήκε μέσα μου για να ελέγξει αν πονούσα πουθενά. Εννοείται πως πριν το κάνει ζήτησε πολλές φορές συγγνώμη και μου εξήγησε τι ακριβώς θα έκανε. Καθώς όμως έσπρωξε το δείκτη του προς τα μέσα και τον γύρισε δεξιά κι αριστερά, χάιδεψε απαλά με τα άλλα του δάχτυλα την κλειτορίδα μου. Ένιωσα όμορφα. Επέστρεψα έξι μήνες αργότερα, λέγοντας ψέματα πως είχα κνησμό. «Είναι θαυμάσια, όλα είναι θαυμάσια», είπε εκείνος. «Δεν έχω ξαναδεί μια τόσο καθαρή και ωραία ανατομία», επαναλάμβανε, καθώς κοιτούσε ερωτευμένα το εσωτερικό μου. Αυτό συνεχίστηκε ανά έξι μήνες, επί τρία χρόνια, μέχρι που μια φορά συναντηθήκαμε σε ένα από τα καφέ της πόλης, όπου μεθυσμένος μου είπε πως ήμουν η πιο όμορφη ασθενής με το πιο όμορφο, «πώς να σου το πω… αρχίζει από Μ», που είχε δει μέχρι τότε. Ύστερα μου είπε πως μετά από αυτή τη δήλωση δεν μπορούσα να είμαι πια ασθενής του, αλλά πως μπορούσα να είμαι το κορίτσι του. Μερικούς μήνες αργότερα μου είπε ότι μπορούσα να γίνω και γυναίκα του, κι εγώ δέχτηκα. Ήμουν είκοσι δύο χρόνων. Αυτός ήταν τριάντα οκτώ. Είμαι ακόμη ασθενής του.
Οι πίνακες είναι η βασική αφορμή των καβγάδων μας, αλλά όχι η αιτία τους. Η αιτία τους είναι πολυεπίπεδη, αλλά ιδού κι ένα άλλο παράδειγμα: μια φορά εγώ και ο άντρας μου μιλούσαμε για τέχνη. Εννοείται ότι βλέπει τον εαυτό του σαν ένα είδος νέου Τσέχοφ, σαν κάποιον που όντας γιατρός έγινε αργότερα γνωστός ως καλλιτέχνης. Μιλούσαμε για τους αγαπημένους μας συγγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς, κι εγώ άρχισα να λέω πόσο μου άρεσε η ποίηση της Σύλβια Πλαθ. Τότε ήταν σαν να του ήρθε η μεγαλοφυής ιδέα.
«Έχεις προσέξει πως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι άντρες;» με ρώτησε.
Αυτό το είχα προσέξει και παλιότερα και το ένιωθα σαν κάτι που πονούσε. Με απογοήτευση του απάντησα καταφατικά.
«Για ποιο λόγο πιστεύεις πως είναι έτσι;»
Άρχισα να σκέφτομαι. Δεν μπορούσα να του πω απευθείας αυτό που θα ήθελα να του πετούσα κατάμουτρα: πως οι γυναίκες δεν είχαν ποτέ τις προϋποθέσεις για να είναι δημιουργικές. Ότι αυτό δεν τους επιτρεπόταν, τη στιγμή που έπρεπε να περνούν όλη την ημέρα στο σπίτι και να ξεσκατίζουν νιάνιαρα, όπως έκανα εγώ, όταν εκείνος τριγύριζε σε συνέδρια στην Κίνα, την Αφρική, την Ευρώπη, και εμπνεόταν.
«Λοιπόν…» ψέλλισα, κάτι που στο μεταξύ το έχω μετανιώσει.
«Αυτό οφείλεται στο ότι οι άντρες είναι το πνεύμα και οι γυναίκες το σώμα. Οι άντρες είναι δημιουργικοί, οι γυναίκες πρακτικές. Οι άντρες κοιτάζουν ψηλά, οι γυναίκες προς τα κάτω. Οι γυναίκες δεν μπορούν να είναι καλλιτέχνες, δεν το έχουν από τη φύση τους».
Ένιωσα πολύ προσβλημένη, αλλά δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Ήμουν είκοσι τριών – είκοσι τεσσάρων ετών, αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογία.
«Άντε, πες μου κάποια πολύ μεγάλη συγγραφέα. Του επιπέδου ενός Ντοστογέφσκι, ενός Τσέχοφ, ενός Χέμινγουεϊ, για παράδειγμα», μου είπε.
«Να, ας πούμε τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ», του είπα, επειδή μόνο αυτή μου ήρθε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό.
«Δεν μετράει, αυτή ήταν λεσβία», μου απάντησε και μπήκε στην τουαλέτα, όπου παρέμεινε επί δεκαπέντε λεπτά για να κάνει τα κακά του, ενώ εγώ έπρεπε να βγω να πάω να πάρω τον γιο μας από τον παιδικό σταθμό, οπότε δεν συνεχίσαμε ποτέ την κουβέντα, στην οποία θα του παρέθετα εκατοντάδες άντρες καλλιτέχνες που ήταν γκέι, όπως ο αγαπημένος του συνθέτης, ο Τσαϊκόφσκι, για παράδειγμα.
Οι ιδέες περί του μεγαλείου του καλλιτέχνη και η επιθυμία να γίνει κι αυτός καλλιτέχνης του είχαν έρθει από αρκετό καιρό πριν, αλλά άρχισε να ζωγραφίζει πολύ αργότερα, όταν «συνειδητοποιήθηκε», καθώς συνήθιζε να λέει. Στην πραγματικότητα άρχισε να ζωγραφίζει εντατικά από τότε που γεννήθηκε το δεύτερο παιδί μας – που σημαίνει πριν οκτώ χρόνια. Μέχρι τότε όμως ίσα που τον ανεχόμουν και είχα σταματήσει να τον φοβάμαι. Όταν άρχισε να ζωγραφίζει, εκπαιδευμένη καθώς ήμουν να τον εξυμνώ, του έλεγα πως οι πίνακές του ήταν πολύ όμορφοι και πως είχε πραγματικό ταλέντο. Αυτός κοκκίνιζε από ευτυχία όταν του έλεγα κάτι τέτοια κι έμοιαζε έτοιμος να βάλει τα κλάματα, κοιτάζοντας τον τελειωμένο καμβά. «Πάντα ήθελα να γίνω ζωγράφος!» έλεγε. «Είχα διχαστεί ανάμεσα στην ιατρική και την τέχνη. Αλλά ο πατέρας μου με έκανε να ακολουθήσω τα βήματά του. Ιδού λοιπόν, η μοίρα», επαναλάμβανε όλος έμπνευση. Αναρωτιόμουν πώς μπορούσε να λέει τέτοια πράγματα ακόμα και σε μένα, τη γυναίκα του, απέναντι στην οποία δεν χρειαζόταν να υποκρίνεται.
Αργότερα απλώς αγνοούσα τους πίνακές του και φυσικά, πριν μερικά χρόνια, άρχισα να του λέω πως δεν μου άρεσαν καθόλου. Την τελευταία φορά που μαλώσαμε, του είπα πως έμοιαζαν με άσχημα, πασαλειμμένα μουνιά και αν δεν έμοιαζαν με μουνιά, τότε έμοιαζαν με ομελέτες ή λιμνούλες από εμετό. Προσβλήθηκε βαθύτατα.
«Τουλάχιστον εγώ δημιουργώ», μου είπε.
«Δημιουργείς όπως οι ασβοί», του είπα.
Έγινε έξαλλος. Ήταν ολοφάνερο από το πώς κοκκίνισε, ήξερε όμως να καταπίνει το θυμό του και το πρόσωπό του απέκτησε το κανονικό του χρώμα μετά από μερικά δευτερόλεπτα.
«Έχεις κέφια σήμερα», είπε επειδή δεν ήξερε τι άλλο να μου πει. «Κρίμα που δεν είσαι συγγραφέας», είπε, γνωρίζοντας πως πάντα ήθελα να γράψω. Είδε πως θύμωσα και συνέχισε να μου κολλάει.
«Αχ, ξέχασα πως γράφεις ποίηση. Γιατί δεν μου διαβάζεις κανένα στιχάκι σου για να μπορέσω να κάνω κι εγώ την κριτική μου;» μου χαμογέλασε με κακία κι έβαλε κάτι θριαμβευτικά γέλια, επειδή δεν είχε διαβάσει ποτέ ποιήματά μου. Δεν του τα είχα δώσει ποτέ για έναν απλό λόγο που δεν ήθελα πια να του κρύβω. Πήγα στο υπνοδωμάτιο και έβγαλα κάτω από το κρεβάτι τα φύλλα με την ποίηση που έγραφα στα κρυφά όσο εκείνος ήταν στη δουλειά. Και του έδωσα το τελευταίο ποίημα. Του είπα να το διαβάσει φωναχτά.
Αυτή τη νύχτα είναι ξαπλωμένος δίπλα μου
Όσο εγώ σε ονειρεύομαι
Το νυχτερινό σου τριαντάφυλλο
Όταν βογγάς σαν τον άνεμο
Ω αγαπημένο μου λουλούδι
Ένα ποτήρι από το μυστικό σου νέκταρ
Θα πιω αυτή την ώρα
Το σαγόνι του άντρα μου πάγωσε. Κινήθηκε λίγο προς τα δεξιά, την ώρα που σταμάτησε το διάβασμα. Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα και με κοιτούσε κατάχλομος. «Ο ρυθμός δεν έχει πετύχει», του είπα κυνικά, «συγγνώμη που σε απογοήτευσα».
«Όχι», μου απάντησε αυτός. «Δεν απογοητεύτηκα, το περίμενα πως θα ήταν μια βλακεία και μισή».
Νέες και προσεχείς εκδόσεις για το φθινόπωρο 2022!