Διά–βάσις, Δι-όρασις ή πως αντιμετωπίζονται όλα
Και μετά το μπούλινγκ τι; Και σιγά να μην έβαζα την γάτα μου να κλάψει. Που το κοριτσάκι μου, την Ρίκα, την ήθελα μεγαλείο. Μια γάτα να ψωνίζει διαμάντια από το tiffany’s. Έστω και αν φάει μπούλινγκ από την γάτα της κυράτσας. Που για πλαστικό χειρούργο δεν ήθελε να ακούσει. (Σαν τα πρεζόνια που όταν την κόψαν την ριμάδα έγιναν γεροντοπαλίκαρα). Καθότι της οικογένειας.
Που νόμιζαν ότι θα γίνουν σαν την οικογενιακιά σύμβουλο Τένια Μακρή. Που την ιδιότητα των πλαστικών χειρούργων την πληροφορήθηκαν αργά. Ο σκοπός είναι μέχρι τα 44 τραβηγμένα όσο οι ιστοί είναι ζωντανοί. Αλλά κώφευαν. Και όταν την είδαν ήτο αργά.
Και σαν μούμια έγιναν, μέσα και η Λίτσα Πατέρα, η μελλοντολόγα. Καλά έκανα εγώ που μόνο την Τασία Λούτα εμπιστεύομουν με τα ταφτά της και τα φτερά της, να προστατεύουν ένα χοντρό λαιμό. Κοκότα.
Αλλά προτιμότερες οι κυρίες Μακρή και Πατέρα, που είναι σαν από θυγατρικό εργοστάσιο της Κίνας κατασκευής Bibi-bo, αν και με τα ματάκια τους είχαν δει ολοζώντανο έναν Billy Bo, και κάτι απέτυχε, σαν την φανουρόπιτα, που αν και ευλογημένη την έδιναν στις κερούδες, τις γύφτισσες που πουλούσαν τα κεριά, (όχι του Καβάφη το ομώνυμο ποίημα, ούτε του Κραουνάκη το Επιλύγνιος ευχαριστία, ούτε αυτά που προτιμούσε η Μαρίκα Κρεββατά να φωτίζει το σπίτι στις ταινίες, μια κυρίαα… ΑΑ, σαν τα φιλέτα που βάζανε όλες στην μούρη για σύσφιξη).
Αλλά και τι να σου κάνει και το χοιρινό, αν δεν μπει κόφτης. Και μετά φταίνε οι άντρες, που για να τις γαμήσουν τους τα παίρνουν. Κατάρα. Άλλα την δικαίωση την έδωσαν οι ίδιες οι γυναίκες: όταν ο Περάν ήταν πάνω μια Εβίτα προσκυνούσαν όλοι, έστω και τα λεφτά ήταν άλλου.
Αυτό που λένε ότι η πουτάνα δεν χάνεται έχουν δίκιο εν μέρει.
Αλλά συμπονέστε και τις πουτάνες, το κόπο και την χάρη που προσφέρουν για να αποκαταστηθούν, και κατά πόσο αυτά τα αλάνια είναι υποχρεωμένες να επακολουθήσουν στερεότυπα άσε οι άντρες γίνανε σας καυλώμενοι βλάχοι, και οι πούστηδες φίλοι τους, κάτι φέρνουν από κουήρια.
Οπότε «ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά» ή παίζε τώρα που το έχουν ρίξει όλοι εκεί.
Κομ καν ακόμα και οι λεσβίες και αυτό σε σουαρέ. Ουδείς λόγος για πόκα και για άλογα, που να τρέχουν τα κορίτσια με την τακούνα μες στους χασικλήδες, όπως ουδείς λόγος για πούστηδες που κυνηγάνε τεκνά με τα χιλιάρικα στο χέρι, και πέφτουν χαμέ στην μέση του δρόμου, ξυπόλυτοι. Το τελευταίο μεταφορικά και κυριολεκτικά. Για τον έρωτα της εβδομάδας. Τα τυχερά είναι κάτι άλλο. Σαν τα πουρμπουάρ στα γκαρσόνια του Συντάγματος. (Έχω ξάδερφο που δουλεύει γκαρσόνι στην Μ. Βρετάνια).
Αλλά οι γύφτοι άλλο πράγμα. Μου το έχουν πει φίλοι για τα ερωτικά τους, τότε που στο σημερινή στάση του Μετρό στο Κεραμικό γινόταν το καλό το νταραβέρι, και οι κύριοι που τους ψωνίζανε αξιοπρεπέστατοι, του θεάτρου και της λυρικής… άλλα και στο άλλο νταραβέρι τώρα που έχουν πεθάνει τα αλβανά, (ούτε κλεψιές, ούτε νταραβέρια, μόνο βίζιτες και στο φινάλε νοικοκύρηδες) αλλά τώρα στην ηρωίνη κάνουν κουμάντο οι γύφτοι.
Καταδεκτικοί άνθρωποι, δεν μπορώ να πω.
Αλλά δεν πίνουν αλκοόλ, μόνο αλκοολούχα. Και το ντιλάρισμα το σπρώχνουν σχεδόν εξ ολοκλήρου. Άνθρωποι πολυπράγμονες, με αρχίδια, έμποροι πάσης φύσης προϊόντων, κλέφτες, βίζιτες…. Μουσικοί με Αχ), που δεν καταλαβαίνουν Χριστό.
Και μονογαμικοί. Την τιμιότητα την πυροβολούν, ως ένδειξη αγάπης και πίστης, άσε που τους γεμίζουν χρυσά νομίσματα. Τόσα χρυσά νομίσματα στην κάθε μια που έχασε την τιμιότητα της μόνο κατόπιν στεφανιού, που ούτε στο σπίτι του Δημήτρη Παπαμιχαήλ μπορούσες να βρεις. Γνώστη η αγάπη του Πειραιώτη Ηθοποιού για τα χρυσά νομίσματα.
Αλλά και οι γυναίκες αυτές οι γύφτισσες, αυτό που λένε, τσαχπινιά, πουτανιά και ξυράφι μυαλό. Και από τσιφτετέλι τύφλα να έχουν οι χανούμισσες. Φεμινισμός ουσιαστικός, οι ζεμπεκιές για τους άντρες, το τσιφτετέλι για της γυναίκες, και χωρίς μίξερ ούτε στους ρόλους ούτε στην ουσία του φεμινισμού. Διαχείριση του νταραβεριού, της παράγκας, και δικαίωμα αναπνοής στον άντρα. Χωρίς γρίνιες και κακό.
Για καυλωμένους άντρες, όχι ακριβώς βλάχους, απλώς άλλης ράτσας, που αν ζήσετε ένα γλέντι μαζί τους θα τους λατρέψετε για την φιλοξενία τους ακόμα και στους ρακλούς, άντρες καυλωμένοι που το λέει η καρδιά τους, στυλοβάτες μιας φυλής που η αυθεντικότητα δεν έχει χαθεί, ίσως να μην χαθεί ποτέ, και κάθε νομιμότητα χεσμένη.
Μια μπέσα που δεν μπορεί ούτε να κατηγοριοποιηθεί, ούτε να ερμηνευτεί, ούτε δυστυχώς να αναπαραχθεί. Ανυπόδητοι από κάθε κοινωνικό πρεστίζ. Τώρα που χάσαμε το λαϊκό και μας γίναν οι ποιητές κάτι σαν καυλωμένους αρκουδομάγκες σε υπαίθριο γλέντι με βιολιά και κλαρίνα. Και αντιμετωπίζουν την πουτάνες καλύτερα από τις γραμματεύς τους καλύτερα μόνο κομμάτια, αν η γραμματέας θεωρεί υποτιμητικές τις πίπες, ως κυρία. Κάτι σαν τις μπουρδελιάρες που από την μεγαλομανία που έχουν, ενώ τους αφήνεις ένα μεροκάματο εργάτη, μια ξινίλα την έχουν. Και όσο για την πελατεία τους, 15χρόνα σε κοπάνα, άντε και φαντάροι. Τώρα που οι φαντάροι δεν εκδίδονται οι ίδιοι. Και τα 15χρόνα έχουν δει τους μπάφους που πίνουν, ως μεγάλη πούτσα που βρίσκει διέξοδο στα κόκκινα φανάρια.